φρικτά — Ν επίρρ. βλ. φρικτός … Dictionary of Greek
φρικτάς — φρικτά̱ς , φρικτός to be shuddered at fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικώδης — ες / φρικώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικαλέος, φρικτός αρχ. 1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.) 2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος 3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες α) ως ουσ. η τραχύτητα… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
αθηνογενής — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος, γιος του Αριστομένη. Άκμασε μεταξύ 230 και 200 π.Χ. 2. Α. ο Μέτοικος. Ο ρήτορας Υπερείδης εκφώνησε εναντίον του δύο από τους καλύτερους λόγους του (4ος αι. π.Χ.). II Όνομα αγίων της Ανατ … Dictionary of Greek
αινοπαθής — αἰνοπαθής, ὲς (Α) αυτός που υποφέρει φρικτά, που δεινοπαθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω] … Dictionary of Greek
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek